- πλίξ
- πλίξ, ἡ, [dialect] Dor. word for βῆμα,A step, Sch.Od.6.318, Sch.Ar.Ach. 217.II pelvis, Sch.Ar.1.c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλίξ — step fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλίξ — ιχός, ἡ, Α 1. (δωρ. τ.) βήμα 2. η πύλεος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλιχ ς < θ. πλιχ τού πλίσσω «βηματίζω») … Dictionary of Greek
πλίκας — πλίξ step fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλίξις — εως, ἡ, Α 1. άνοιγμα τών ποδιών προς βάδισμα, βήμα 2. τάνυσμα, τέντωμα 3. (κατά το λεξ. Σούδα) (ως μέτρο μεγέθους) το άνοιγμα τού χεριού, η σπιθαμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλιξ τού πλίσσω/πλίσσομαι «βηματίζω» (πρβλ. πλίξ, αόρ. ἀπ ε πλίξ ατο) + κατάλ.… … Dictionary of Greek
PLICHADES — Graecis Πλικάδες, dicitur totum id, quod inter scrotum et collum vesicae patet, quae summa pars est aperturae femorum crurumque. Pollux, τὰ μέν τοι μεταξὺ ποςθήματος καὶ ὀχεοῦ πλιχάδες καλοῦνται, a verbo πλίςςειν, quod est crura aperire ac… … Hofmann J. Lexicon universale
αμφιπλίξ — ἀμφιπλίξ επίρρ. (Α) 1. ιππαστί, καβαλικευτά, με ανοιχτά σκέλη 2. (για ερπετά) αρπάζοντας κάτι με κουλουριάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πλίξ «βήμα» < πλίσσομαι «βαδίζω με μεγάλο διασκελισμό»] … Dictionary of Greek